σωτείρας

σωτείρας
σωτείρᾱς , σώτειρα
an antidote
fem acc pl
σωτείρᾱς , σώτειρα
an antidote
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Σωτείρας — Σωτείρᾱς , Σώτειρα an antidote fem acc pl Σωτείρᾱς , Σώτειρα an antidote fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέγαρα — Πόλη (23.032 κάτ.) του νομού Αττικής. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου της νομαρχίας Δυτικής Αττικής. Ο δήμος αποτελεί το δεύτερο μεγάλο πτηνοτροφικό κέντρο της Ελλάδας, μετά την Εύβοια. Το αρχαίο κράτος των Μεγάρων. Η αρχαία πόλη των Μ. όπως… …   Dictionary of Greek

  • Orpheus — For other uses, see Orpheus (disambiguation). Roman mosaic depicting Orpheus, wearing a Phrygian cap and surrounded by the beasts charmed by the music of his lyre. Orpheus ( …   Wikipedia

  • Abaris [3] — ABARIS, ein Scythe von Geburt und Priester des hyperboreischen Apollo, von dem er einen goldenen Pfeil bekommen, welcher die wunderbare Kraft hatte, daß er ihn, wie der Pegasus, durch die Luft über Berge und Thäler, Flüsse und Seen führete, wenn… …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Διισωτήρια — Αττική γιορτή προς τιμήν του Δία Σωτήρα και της Αθηνάς Σωτείρας, την οποία τελούσαν ταυτόχρονα με τα Διιπόλια. Περισσότερα στοιχεία για τη γιορτή δεν είναι γνωστά. * * * Διισωτήρια και διισωτήρια, τα (Α) γιορτή στην Αθήνα προς τιμήν τού Διός… …   Dictionary of Greek

  • σωτηριασταί — οἱ, Α προσκυνητές τής Αρτέμιδος Σωτείρας στη Ρόδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωτήρ, σώτειρα + κατάλ. ιασταί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σωτηριάζω (πρβλ. ποσειδων ιασται)] …   Dictionary of Greek

  • Κηφισόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός (5ος αι. π.Χ.). Ο Ξενοφών αναφέρει πως συμμετείχε στη μάχη στους Αιγός Ποταμούς. 2. Κ. ο πρεσβύτερος (5ος 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης. Πιθανότατα ήταν πατέρας του Πραξιτέλη. Κανένα γνήσιο έργο του δεν… …   Dictionary of Greek

  • Λύτρας, Nικηφόρος — (Πύργος Τήνου 1832 – Αθήνα 1904). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής τέχνης του 19ου αι. Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σχολή Καλών Τεχνών με καθηγητή τον Τιρς, ο οποίος αναγνώρισε το ταλέντο του και τον προσέλαβε,… …   Dictionary of Greek

  • Στρογγυλίων — Αθηναίος γλύπτης, που άκμασε στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Παυσανία ένα από τα σπουδαιότερα έργα του είναι το χάλκινο άγαλμα της Άρτεμης Σωτείρας, που οι Μεγαρείς αφιέρωσαν στο ιερό της θεάς στα Μέγαρα, σε ένδειξη… …   Dictionary of Greek

  • Τεγέα — Oνομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Πόλη της Κρήτης. Κατά την παράδοση την έχτισε ο Αγαμέμνονας, γυρνώντας από την Τροία. Στην ίδια παράδοση ο βασιλιάς των Μυκηνών έχτισε στο νησί και 2 άλλες πόλεις. Ο Στέφανος Βυζάντιος όμως γράφει: «έστι και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”